βαρέω (βάρος) [pt. pf. βεβαρηώς, NT βεβαρημένος] ep. NT obtežujem, težim, οἴνῳ βεβαρηώς pijan, vinjen; ὕπνῳ βεβαρημένος zaspan NT.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek