Iskani niz je bil najden v DRUGI VSEBINI:
ἵστημι
[Et. kor. sthā, iz σι-στη-μι, lat. sisto, sto (iz sthājō), slov. stojim, stati (iz stojati). – Obl. impf. ἵστην, fut. στήσω, aor. 1 ἔστησα, pass. praes. ἵσταμαι, impf. ἱστάμην, aor. ἐστάθην, fut. σταθήσομαι, adi. verb. στατός, στατέον; med. fut. στήσομαι, aor. ἐστησάμην, aor. 2 act. ἔστην, pf. ἕστηκα, plpf. εἱστήκειν in εἱστήκη, fut. 3 ἑστήξω, v pf. tudi krajše oblike ἕστᾰτον, ἕστᾰμευ, ἕστατε, ἕστᾰσι, plpf. ἕστᾰσαν, cj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, inf. ἑστάναι, pt. ἑστώς, -ῶσα, -ός, -ῶτος, -ώσης – ep. impf. act. iter. ἵστασκε, aor. 1 act. 3 pl. ἔστασαν, aor. 2, 1 sg. στῆν, 3 sg. iter. στάσκεν, 3 pl. ἔστᾰν, στᾰ́ν; cj. 2 sg. στήῃς, 3 sg. στήῃ, 1 pl. στήομεν, στέωμεν, στείομεν, 2 pl. στήετε, 3 pl. στέωσι, στήωσι, στείωσι, inf. στήμεναι, pf. ind. 2 pl. ἕστητε, imp. ἕστᾰθι, inf. ἑστάμεν(αι), pt. gen. ἑστᾰότος in ἑστεῶτος – ion. pr. act. 3 sg. ἱστᾷ, 3 pl. ἱστέασι, pass. 3 pl. ἱστέαται; impf. 3 pl. ἱστέατο, aor. 2 act. cj. στέωμεν, στέωσι, pf. 3 pl. κατεστάαται – poet. pr. imper. in impf. 2 sg. ἵστω]...
ἱστο-δόκη
, ἡ (δέχομαι) ep. shramba za jambor, rogovilasto stojalo, v katero so spuščali jambor.
ἴυγξ
, γος, ἡ (ἰύζω) vijeglavka (ptica, ki so ji pripisovali moč, da povrne izgubljeno ljubezen; privezali so jo na čarodejno kolo, katero so vrteli prepevaje čarodejne pesmi); ἕλκω ἴυγγα ἐπί σοι (pri)vlečem čarobno kolo k tebi, pričaram te k sebi.
Κάβειροι
, οἱ stara pelazgiška božanstva (častili so jih posebno pri misterijih na Lemnu in Samotrakih).
καθ-ευρίσκω
poet. najdem, zasačim τινά s pt. καθευρέθη κοσμοῦσα zasačili so jo, ko je krasila.
καθ-ίστημι
[trans. fut. καταστήσω, aor. κατέστησα, pass. aor. κατεστάθην, fut. κατασταθήσομαι, adi. verb. καταστατέον; med. fut. καταστήσομαι, aor. κατεστησάμην; intr. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. κατέστην, pf. καθέστηκα, pl. καθέσταμεν, plpf. καθε(ι)στήκειν, pl. καθέστασαν; fut. 3 καθεστήξω; ion.: κατίστημι, pf. κατέστηκα, 3 pl. κατεστέασι, pt. κατεστεώς, plpf. 3 sg. κατεστήκεε, impf. 3 pl. κατιστέατο, pf. pass. 3 pl. κατεστέαται] I. trans. 1. act. a) doli postavim, posadim, postavim na kaj, pripeljem, spravim kam τινά, τί, εἰς Ἰωνίαν, ἐπὶ τὰ ὅρια, πρὸς τὴν οἰκίαν spravim domov, νῆα usidram, Πύλονδε pripeljem v Pil, εἰς κρίσιν, εἰς δίκην, εἰς ἀγῶνα postavim, pokličem pred sodnike, pozovem na odgovor, zatožim, ἐμαυτὸν εἰς κρίσιν pridem pred sodišče, φάλαγγα postavim v bojni red, εἰς τὸ φανερόν τινα spravim v javnost, proslavim, σκοπούς razpostavim ogleduhe, εἰς τοὺς ἀρχικούς prištevam med, ποῖ δεῖ καθιστάναι πόδα kam naj postavim nogo; pass. εἰς ἑκάτερα τὰ ἰσχυρότατα καθίσταμαι dosežem v o...
καί
[Et. strslov. cě (iz kai), čeprav; lat. ceu (iz kai-we), cēteri (iz καί + etero- "in drugi"). – pred vokali κ', χ', v krazi: χἠ (καὶ ἡ), κεἰ (καὶ εἰ), κᾆτα (καὶ εἶτα), χὤτι (καὶ ὅτι) itd.] I. veznik: in, pa, ter, veže posamezne besede in stavke: 1. v slovenščini se pogosto ne prevaja, tako zlasti v začetku stavka in kadar veže πολύς z drugimi adjektivi, πολλοὶ καὶ ἀγαθοί mnogi hrabri, πολλά τε καὶ κακὰ πάσχω mnogo hudega, πολλαὶ καὶ καλαὶ ἐλπίδες mnogo lepih nad. 2. posebni pomeni: a) in zato, torej, in sedaj, καί μοι ἀπόκριναι, καί μοι λέγε; b) in sicer, namreč, to se pravi, βῆ πρὸς δῶμα Διὸς καὶ (namreč) μακρὸν Ὄλυμπον; παρῆσάν τινες καὶ (in sicer) πολλοί γε, ἔχων δύο ταῦτα ἔθνη καὶ ἀμφότερα ἰσχυρά (in sicer); καὶ ταῦτα, καὶ τοῦτο posebno, zlasti, Κρόνου δὲ παῖς καὶ χρόνου to je, to se pravi; c) in zares (seveda) καὶ ἐτετήκει χιών; d) skratka, in sploh (ako veže dele s celoto) Πάχητι καὶ τοῖς Ἀθηναίοις ἦλθεν ἀγγελία; e) pa, καὶ οὐ pa ne, κεῖνός τ' ἐκεῖνα στεργέτω κἀγώ (jaz pa) τάδε, ...
καλλιερέω
in med. 1. darujem ob ugodnih znamenjih, dobivam pri darovanju ugodna znamenja. 2. intr. žrtve se srečno izvrše, so ugodne = τὰ ἱερὰ καλὰ γίγνεται (pogosto impers.).