Iskani niz je bil najden v DRUGI VSEBINI:
ἀ-κήρυκτος
2 (κηρύττω) 1. od klicarja nenapovedan (πόλεμος), nenaden; πόλεμος ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος vojna, v kateri se ne sprejme klicar z mirovnimi pogoji; (ἔχθρα) nespraven, neutolažen. 2. ἀκήρυκτος μένει ne da o sebi nobenega glasu. – adv. ἀκηρυκτεί in ἀκηρύκτως brez klicarjevega spremstva, brez glasnika.
ἀ-κλεής
2 (κλέος) [acc. ἀκλεᾶ, ion. -εῆ, ep. έᾰ (iz εέα), pl. ep. ἀκληεῖς] brez-, neslaven. – adv. ἀκλειῶς in ἀκλεές neslavno, sramotno.
ἄλ-αλκε
[gl. ἀλέκω, ἀλκή] [Obl. redupl. aor. 2 cj. ἀλάλκῃσιν, opt. ἀλάλκοι, inf. ἀλαλκέμεν(αι) in ἀλαλκεῖν, pt. ἀλαλκών] branim, odbijam, odvračam (τί τινος), pomagam (τινί).
ἀλγεινός
3 ep. ἀλεγεινός 3 [comp. ἀλγεινότερος in poet. ἀλγίων, sup. ἀλγεινότατος in ἄλγιστος] 1. razbolel, boleč, skeleč, hud, mučen, bridek (νόσος), nadležen ἄλγιστ' ἐξανέχομαι = aegerrime fero. 2. trpeč, bolan. – adv. ἀλγεινῶς φέρω žal mi je.
ἀλέομαι
[sooblike ἀλεύομαι, ἀλεείνω; impf. ἀλέοντο, aor. ἠλεύατο, cj. ἀλέηται, ἀλεύεται, opt. ἀλέαιτο, imper. ἄλευαι, ἀλέασθε, inf. ἀλέασθαι, ἀλεύασθαι] umikam se, izogibljem se, pobegnem, bojim se, τινά, τί in inf.; aor. ubežim.