ἀνα-μείγνῡμι
in ἀνα-μῑ́γνῡμι
in ἀμ-μείγνυμι
poet.
in ἀνα-μίσγω
ep. ion.
G.:
aor. pt.
ἀμμείξας, ἀμμίξας
||
fut. pass.
ἀναμειχθήσομαι
||
fut. II.
ἀναμεμείξομαι