ἀφ-ικνέομαι
dep. med.
in ἀπ-ικνέομαι
ion.
in ἀφ-ῐκᾱ́νω
ep.
G.:
fut.
ἀφίξομαι
||
aor.
ἀφικόμην
||
pf.
ἀφῖγμαι
||
ion. pf. 3. os. pl.
ἀπίκαται
||
plpf.
ἀπίκατο