βαθύς
βαθεῖα, βαθύ
(βάθος)
G.:
fem. ion.
βαθέη in βαθέα
||
comp.
βαθύτερος 3
||
sup.
βαθύτατος 3
||
sup. ep.
βάθιστος 3
◆ adv.
βαθέως