γέγωνα
ep.
in γεγωνέω
in γεγώνω
in γεγωνίσκω
Et.: gl. γιγνώσκω
G.:
pf. s praes. pomenom 3. os. sg.
γέγωνε
||
pf. imp.
γέγωνε
||
pf. pt.
γεγωνώς
||
inf. ep.
γεγωνέμεν
||
impf. ep.
γεγώνευν, ἐγεγώνει
||
fut.
γεγωνήσω