καθ-έλκω
in κατ-ελκύω
ion.
G.:
impf.
καθεῖλκον
||
fut.
καθέλξω in καθελκύσω
||
aor.
καθείλκυσα
||
pf.
καθείλκυκα
||
pass.
καθείλκυσμαι