καθ-ίστημι in κατίστημι in καθ-ιστάνω in καθ-ιστάω
G.: trans. fut. καταστήσω || aor. κατέστησα || pass. aor. κατεστάθην || fut. κατασταθήσομαι || med. fut. καταστήσομαι || aor. κατεστησάμην || intr. καθίσταμαι || fut. καταστήσομαι || aor. κατέστην || pf. καθέστηκα || pf. pl. καθέσταμεν ... || plpf. καθε(ι)στήκειν || plpf. pl. καθέστασαν || fut. καθεστήξω || ion. praes. κατίστημι || ion. pf. κατέστηκα || ion. pf. 3. os. pl. κατεστέασι || ion. pt. praes. κατεστεώς || plpf. 3. os. sg. κατεστήκεε || impf. 3. os. pl. κατιστέατο || pf. pass. 3. os. pl. κατεστέαται || adi. verb. καταστατέον