κατα-δύω
in κατα-δῡ́νω
G.:
trans. fut.
καταδῡ́σω
||
aor.
κατέδῡσα
||
intr. fut. med.
καταδύσομαι
||
aor.
κατέδυν
||
pf.
καταδέδῡκα
||
ep. aor. pt.
καδδύς = καταδύς
||
aor. mixt.
κατεδύσετο
||
imp. 2. os. sg.
καταδύσεο
●
kot soobl. intr. med. in
κατα-δῡ́νω