κατα-θνῄσκω
ep. in poet.
Et.: gl. θνῄσκω
G.:
aor. 3. os. sg.
κάτθανε
||
inf.
κατθανεῖν
||
pt.
κατθανών
||
pf.
κατατέθνηκα
||
inf. ep.
κατατεθνάμεν
||
pt.
κατατεθνηώς in κατατεθνεώς