κατα-λαμβάνω
G.:
fut.
καταλήψομαι
||
aor.
κατέλαβον
||
pf.
κατείληφα
||
pf. pass.
κατείλημμαι
||
aor. pass.
κατελήφθην
||
ion. fut.
καταλάμψομαι
||
ion. pf. act.
καταλελάβηκα
||
ion. pass. pf.
καταλέλαμμαι
||
ion. pass. aor.
κατελάμφθην