κατα-λείπω
in καλλείπω
ep.
in κατα-λιμπάνω
vzpor. obl.
G.:
fut.
καλλείψω
||
aor.
κάλλιπε in κάλλιφ'
||
inf.
καλλιπέειν
||
iterat. impf.
καταλείπεσκεν