κατα-λέχομαι
med.
Et.: gl. λέχος
G.:
fut.
καταλέξομαι
||
aor.
κατελεξάμην in κατελέγμην
||
aor. 3. os. sg.
κατέλεκτο
||
inf.
καταλέχθαι
||
pt.
καταλέγμενος