κατα-πτήσσω
in κατα-πτώσσω
ep.
G.:
fut.
καταπτήξω
||
aor.
κατέπτηξα
||
pf.
κατέπτηχα
||
ep. aor. 3. os. du.
καταπτήτην
●
tudi v tmezi