κατα-στόρνῡμι
ep. ion.,
in κατα-στρώννῡμι
●
praes. pt. ep.
καστορνῦσα
||
aor.
κατεστόρεσα
||
fut.
κατα-στρώσω
||
aor.
κατέστρωσα
||
pf. pass.
κατέστρωμαι
||
aor. pass.
κατεστρώθην