κατα-χέω
(χέω)
G.:
ep. aor.
κατέχευα
||
ep. aor. med. (s pass. pomenom)
κατεχεύατο, κατέχυτο, κατέχυντο
||
pf. pass. 3. os. pl. ion.
κατακεχύαται
●
pogosto v tmezi