κατα-χράω
G.:
pr. act. impers.
καταχρᾷ
||
impf. act. impers.
κατέχρα
||
fut. act. impers.
καταχρήσει
||
fut. med.
καταχρήσομαι
||
aor. med.
κατεχρησάμην
||
pf. med.
κατακέχρημαι
||
aor. pass. (s pasivnim pomenom)
κατεχρήσθην