κατα-ψηφίζομαι
dep. med.
G.:
fut.
καταψηφιοῦμαι
||
aor. (s pass. pomenom)
κατεψηφισάμην in κατεψηφίσθην
||
pf. (act. in pass.)
κατεψήφισμαι
||
adi. verb.
καταψηφιστέον