κατ-είργω
in κατ-είργνῡμι
ion.
in κατ-έργω
ion.
in κατ-έργνῡμι
ep.
in καθ-είργνῡμι
vzpor. oblika
G.:
impf. ep.
κατεέργου
||
aor.
καθ-εῖρξα
||
pf.
καθεῖργμαι