κατ-έχω
in κατ-ίσχω
in κατα-ΐσκω
in κατ-ισχάνω
ep. ion. vzpor. obl.
G.:
fut.
καθέξω in κατασχήσω
||
aor.
κατέσχον
||
pf.
κατέσχηκα
||
adi. verb.
καθεκτέον
||
ep. aor.
κατέσχεθον
||
ep. aor. 3. os. sg.
κάσχεθε = κατέσχεθε
●
tudi v tmezi
||
ep. ion. vzpor. obl.
κατ-ίσχω, κατα-ΐσκω in κατ-ισχάνω