κάθ-ημαι in κάτημαι ion.
G.: 2. os. sg. κάθησαι || 2. os. sg. NT κάθῃ || cj. καθῶμαι, καθῇ, καθῆται ... || opt. καθῄμην in καθοίμην || imp. κάθησο || imp. NT κάθου || inf. καθῆσθαι || pt. καθήμενος || impf. ἐκαθήμην, καθήμην || impf. 3. os. sg. ἐκάθητο, καθῆτο, καθῆστο || ep. impf. 3. os. pl. καθήατο in καθείατο || ion. κάτημαι || ion. 3. os. pl. κατέαται || impf. 3. os. pl. ἐκατέατο || fut. NT καθήσομαι
● dep. med. samo praes. in impf.