ᾰ̓κᾰχίζω (ἄχομαι) [fut. ἀκαχήσω, aor. 1. ἀκάχησα, 2. ἤκαχον, pf. med. ἀκάχη-μαι, 3. pl. ἀκηχέδατ' (αι), ἀκάχηνται, plpf. ἀκαχήατο (ἀκαχείατο), pt. ἀκαχήμενος, ἀκηχέμενος] 1. act. žalim, žalostim. 2. med. žalostim se, žalujem, tugujem; pf. žalosten sem zaradi česa τινός, τινί ali pt.