ἁμιλλάομαι d. p. (ἅμιλλα) [fut. ἁμιλλή-σομαι, aor. ἡμιλλήθην, pf. ἡμίλλημαι] 1. tekmujem, kosam se, izkušam se, borim se (τινί, πρός τινα, τόξοις, στάδιον); tečem za stavo na, ἐπί τι. 2. poganjam se, hrepenim, podvizam se; ἐπὶ τὰ θηρία dirjam za, zapodim se na, lovim za stavo.