βλαστάνω, NT βλαστάω [fut. βλαστήσω, aor. ἔβλαστον, NT ἐβλάστησα, pf. βεβλάστηκα] 1. intr. klijem, poganjam, ozelenim NT; izhajam iz, zrastem ἐξ, ἀπό τινος; ἀνθρώπου φύσιν βλαστεῖν imeti človeško naravo. 2. trans. aor. ἐβλάστησα rodim, donašam τὸν καρπόν NT.