γαστήρ, ἡ [Et. iz gm ̥ -s-, sor. γέμω, γέντο prijel je. – gen. γαστρός, poet. γαστέρος] 1. a) trebuh, želodec, nadevan (svinjski) želodec; jed γαστρός ἐγκρατής; b) glad, požrešnost, post πενθῆσαι; c) pren. požrešnež NT. 2. materino telo, ἐν γαστρὶ ἔχειν in συλλαμβάνειν spočeti NT.