δείδω [Et. kor. dwei, bati se, lat. dīrus, gršk. še δειλός, δεινός, δέος. – Obl. fut. δείσομαι, aor. ἔδεισα, pf. s prez. pom. δέδοικα, δέδια, 1 pl. δέδιμεν, δεδίαμεν, 2 pl. δέδιτε, cj. δεδίῃ, -ωσι, pt. δεδιώς, plpf. ἐδέδισαν; ep. aor. ἔδδεισα, pf. δείδοικα, δείδια, imp. δείδιθι, inf. δειδίμεν, plpf. 3 sg. δείδιε, 3 pl. δείδισαν]. 1. intr. bojim se, strah, groza me je koga, česa; plašim se, v skrbeh sem, περί τινι, περί, ὑπέρ τινος za koga, kaj. 2. trans. bojim se, strah me je koga, spoštujem τινά, τί, θεούς; z inf. pomišljam se, obotavljam se; τὸ δεδιός strah.