δέω1 [Et. kor. dē, vezati: κρή-δεμνον, δίδημι, διάδημα, δέσμα. – Obl. fut. δήσω, aor. ἔδησα, pf. δέδεκα, pass. pf. δέδεμαι, fut. 3 δεδήσομαι, aor. ἐδέθην, fut. δεθήσομαι, adi. verb. δετός; med. fut. δήσομαι, aor. ἐδησάμην; ep. aor. med. iter. δησάσκετο, ion. 3 pl. plpf. ἐδεδέατο]. 1. act. a) vežem, privezujem, vklepam, devljem v zapor (ječo); ὠτειλήν obvezujem; b) silim, zadržujem, oviram τινά τινος. 2. med. a) = act.; b) privezujem si, pritrjujem si καλὰ πέδιλα ὑπὸ ποσσί.