δια-φθείρω [fut. δια-φθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. διέφθαρκα, διέφθορα, pass. διέφθαρμαι, aor. διεφθάρην, fut. διαφθαρήσομαι, med. fut. διαφθεροῦμαι (s pas. pom.); ion. impf. iter. διαφθείρεσκε, fut. διαφθερέω, 3 pl. pf. pass. διεφθάραται, 3 pl. plpf. διεφθάρατο, ep. fut. διαφθέρσω] 1. act. a) (popolnoma) uničim ἐλπίδας, (raz)rušim πόλιν, pogubim, pokončam, morim, ubijem, opustošim ἔργα; b) pokvarim, izpridim, popačim, pokazim, razjem, οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος izpremenim barvo, prebledim, zardim; zapeljem τοὺς νέους, podkupim. 2. pass. a) pridem na nič, poginem, τὰ πράγματα διεφθαρμένα stvar je izgubljena, λιμῷ propadem, umrem lakote; ναῦς ladja se razbije; b) zbolim, pokvarim se, ohromim (-eti), ἀκοήν oglušim, ὀφθαλμούς oslepim, oči me bole, pf. διέφθορα izgubljen sem, po meni je, uničen sem, ταῖς γνώμαις διέφθαρμαι izgubil sem pamet in razum; pren. ἐν τῇ στρατιᾷ izgubim svoj ugled.