ἥμισυς 3 [nom. ἥμισυς, ἡμίσεια, ion. ἡμι-σέα, ἥμισυ, gen. ἡμίσεος, NT ἡμίσους, ἡμισείας; nom. pl. ἡμίσεις, ion. ἡμίσεες; ἡμίσειαι, ἡμίσεα, NT ἡμίση; gen. ἡμίσεων, acc. ἡμίσεις, ion. ἡμίσεας, ἡμισείας in ἡμισέας] pol, polovica, napol 1. adi. ἡμίσεες λαοί polovica mož, ἡμίσει ἐν χρόνῳ v pol časa, za polovico prej. 2. subst. z gen. part. a) ὁ ἡμισυς τοῦ χρόνου, τοῦ ἀριθμοῦ, οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων, ἡ ἡμίσεια τῆς γῆς, οἱ ἡμίσεες τοῦ στρατοῦ polovica; b) pravi subst. ἡ ἡμίσεια (sc. μοῖρα), τὸ ἥμισυ, τὰ ἡμίσεα polovica τῆς τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, ἄρτων ἡμίσεα pol hleba.