Ἡρακλῆς, λέους, ὁ [κλεῖ, κλέα (κλῆ), Ἡράκλείς, ep. -κλῆος, -κλῆι, -κλῆα, ion. -κλέης, -κλέος, -κλέι, poet. -κλέει, voc. Ἡράκλεες] Zevsov in Alkmenin sin, rojen v Tebah – Ἡράκλειαι (ion. Ἡράκλεαι) στῆλαι Heraklejevi stebri (Gibraltar). – τὸ Ἡράκλειον Heraklovo svetišče. – Ἡρακλείδης, ὁ Heraklov potomec; adi. Ἡράκλειος 3, ion. -ήιος 3, ep. ήειος 3.