θαῦμα, ατος, τό, ion. θῶμα (θέα) 1. čudež, čudo, čudovita stvar, čudovito delo, umetnina, čudo lep pogled, θαῦμα ἰδέσθαι = čudovit pogled (mirabile visu), θαῦμα ποιοῦμαί τινος (περί τινος) čudim se čemu. 2. začudenje, strmenje, občudovanje; ἐν θαύματί εἰμι, γίγνομαι, ἔχομαί τινος čudim se čemu, θαῦμα ὑπέρχεταί τινα strah obide (izpreleti) koga, θαῦμα ἔχω, θαῦμα ἔχει με čudim se, θαῦμά τινι γίνεται nekdo se mora čuditi.