θνῄσκω (gl. θάνατος) [v prozi skoraj vedno ἀπο-θνῄσκω; fut. θανοῦμαι, aor. ἔθανον, pf. τέθνηκα, pt. τεθνηκώς, poleg tega τέθνατον, τέθναμεν, τεθνᾶσι, ἐτέθνασαν, opt. τεθναίην, impf. τέθναθι, inf. τεθνάναι, pt. τεθνεώς, ῶσα, ός, ῶτος, fut. 3. τεθνήξω, adi. verb. θνητός; ep. fut. θανέομαι, 2 sg. θανέαι, inf. θανέεσθαι, pf. θανεύμενος, aor. cj. 3 sg. θάνῃσι, inf. θανέειν, pf. pt. τεθνηώς (τεθνειώς), ῶτος in ότος, fem. τεθνηυῖα] 1. act. umiram, poginem, padem v boju. 2. pass. k κτείνω: umorijo me, usmrtim se ὑπό τινος; pf. mrtev sem; pt. mrlič, mrtvec. 3. pren. (iz)umiram, izginjam πίστις, minevam, propadam.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek