κατα-θνῄσκω ep. in poet. [gl. θνῄσκω, aor. 3 sg. κάτθανε, inf. κατθανεῖν, pt. κατθανών, pf. κατατέθνηκα, inf. ep. κατατεθνάμεν, pt. κατατεθνηώς in κατατεθνεώς] umrjem, padem v boju; pf. sem mrtev, νέκυες κατατεθνηῶτες ubiti (v boju padli) junaki.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek