κατα-πέτομαι [aor. act. κατέπτην, med. κατεπτόμην in κατεπτάμην, cj. κατάπτωμαι, pt. καταπτάμενος] καθίπταμαι doli (z)letim, doli se spustim.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek