κατα-στόρνῡμι ep. ion. κατα-στρώννῡμι [pr. pt. ep. καστορνῦσα, aor. κατεστόρεσα; fut. κατα-στρώσω, aor. κατέστρωσα, pf. pass. κατέστρωμαι, aor. pass. κατεστρώθην] 1. a) razprostiram, razgrinjam; b) podiram na tla, pobijam, usmrtim; c) (po)mirim, udušim. 2. pogrinjam, pokrivam τινά τινι.