κατα-ψεύδομαι med. [aor. κατεψευσάμην in κατεψεύσθην] izmišljam si, lažem se τί, ὡς, κατά τινος o kom; obrekujem τινός, πρός τινα.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek