μάχομαι d. m. [Et. kor. māgh. – Obl. fut. μαχοῦμαι, aor. ἐμαχεσάμην, pf. μεμάχημαι, adi. verb. μαχητός, -τέον; ep. pr. μαχέομαι, opt. μαχεοίμην, pt. μαχειόμενος in μαχεούμενος, impf. iter. μαχέσκετο, fut. μαχέσσομαι, μαχήσομαι, μαχέομαι; aor. ἐμαχέσσατο in μαχήσατο; ion. fut. μαχέσομαι, μαχήσομαι. aor. ἐμαχησάμην]. 1. borim se, bojujem se, vojskujem (dvobojujem) se τινί, ἐναντίον τινός, ἐπί τινι, πρός τινα s kom, proti komu, περί τινι, ἀμφί τινι, πρό τινος za koga; ἐν μέρει μαχόμεθα vrstimo se v boju. 2. kregam se, prepiram se τινί, πρός τινα. 3. tekmujem, merim se s kom, upiram se. 4. ugovarjam, očitam komu kaj τινί.