νεικέω, ep. tudi νεικείω (νεῖκος) [cj. 3 sg. ep. νεικείῃσι, impf. νείκειον, iter. νεικείεσκον, fut. νεικέσω, aor. (ἐ) νείκεσ(σ)α] 1. intr. prepiram se, pričkam se, kregam se, τινί s kom, ἕνεκά τινος zaradi česa. 2. trans. a) grajam, zmerjam, karam, grdim, dražim, zbadam, koga τινά; b) obrekujem, zatožim Θεμιστοκλέα.