ὀνειδίζω (ὄνειδος) [fut. ὀνειδιῶ, ὠνείδισα, pf. ὠνείδικα, fut. med. ὀνειδιοῦμαι poet. s pas. pom.] zasramujem, sramotim, grajam, psujem, zmerjam, očitam τινί τι, τινί ὅτι, τινά, τινὶ τινος zaradi česa, NT τί τινος.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek