παρ-οίχομαι d. m. [pf. παρῴχημαι, παροίχωκα in παρῴχηκα] 1. a) mimo grem, potekam, minevam, potekel, minil sem, κακὰ παροιχόμενα minula zla, τὰ παροιχόμενα preteklo(st); b) ὄστρακον uidem pregnanstvu. 2. zgrešim svoj cilj, zaidem, zmotim se v svoji usodi μοίρας.