πολεμέω [fut. med. πολεμήσομαι s pas. pom.] 1. a) vojskujem se, bojujem se, τινί, πρός (ἐπί) τινα s kom, σύν τινι v družbi s kom (= μετά τινος); NT μετά τινος proti komu = κατά τινος, πόλεμον πολεμέω vojujem vojno; b) prepiram se, upiram se, pravdam se. 2. τινά vzdignem se z vojsko nad koga.