πρός, ep. προτί, ep. poet. ποτί [Et. iz idevr. proti = nasproti; nastalo iz προτj; n. pr. πρόσωπον iz προτjωπον; sor. slov. proti, protiven; gršk. προτί] A adv. zraven, povrhu, vrhu tega, razen tega, πρὸς δέ povrhu pa. B praep. I. z gen. 1. o prostoru: a) od, od (strani) … sèm: ὁ πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρος (ki prihaja) iz S. = sardski, πρὸς Πλαταιέων od Platej sem; b) v bližini česa, ob, na, pri, εἰσὶ πρὸς θαλάσσης leže pri (ob) morju, νῆσοι πρὸς Ἤλιδος otoki poleg Elide, pri Elidi, πρὸς τοῦ ποταμοῦ na strani, kjer je reka; c) πρὸς μεσημβρίας z juga, južno, proti jugu, πρὸς ἄρκτου s severa, proti severu, οἰκεῖν πρὸς νότου; d) pri osebah: πρός τινος εἶναι, γίγνεσθαι stati na strani koga, stopiti na stran koga, biti njegov pristaš, πρὸς Διός εἰσι ξεῖνοι so pod Zevsovim varstvom, πρὸς Διός εἰρύαται θέμιστας varujejo po Zevsu, dobivši od njega nalog in oblast. 2. pren. od, od … sèm, a) izraža izvir, početek: od, po: πρὸς πατρός po očetu, οἱ πρὸς γένους, αἵματος rojaki, sorodniki; b) pri pass. in glagolih λαμβάνω, ἀκούω, πάσχω, ἄρνυμαι, μανθάνω itd.: od (= ὑπό): πρὸς Διὸς τιμὴν ἔχω, ἀκούω πρός τινος, ἔπαινον λαμβάνω πρός τινος, ἔρημος πρὸς φίλων zapuščen od prijateljev, διδάσκομαι πρός τινος, τὸ ποιεύμενον πρὸς Λακεδαιμονίων, μνήμη πρός τινος, πειθὼ πρὸς κακοῦ ἀνδρός; c) α.) po sodbi, po mnenju, na povelje, pred, v korist, v prid: μάρτυροι ἔστων πρὸς θεῶν μακάρων, δρῷμεν ἂν ἄδικον οὐδὲν οὔτε πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων ne pred bogovi ne pred ljudmi, πρὸς ἄλλης ὑφαίνω na povelje (v službi) druge; λέγω πρός τινος komu v korist, ἐλπίσας πρὸς ἑωυτοῦ τὸν χρησμὸν εἶναι da je zanj ugoden; β.) = primerno, pristojno, spodobno: ταῦτα οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου to ni bilo primerno (lastno) Kirovemu značaju, ἄτοπα λέγεις καὶ οὐδαμῶς πρὸς σοῦ kar ti nikakor ne pristoji, πρὸς κακῶν ἐστιν hudobnim pristoji, πρὸς λόγου ἐστίν stvari je koristno, πρὸς ἡμέων ἐστί za nas je ugodno, οὐ πρὸς ὑμετέρας δόξης τάδε to se ne ujema z vašo slavo, πρὸς δίκης οὐ στένεις po pravici; d) pri prošnjah in prisegah: pri (zaradi) πρὸς τῶν θεῶν, τὰ πρὸς θεῶν ὅσια kar je pri bogovih sveto, ἐλεήσατε πρὸς παίδων, γουνάζομαί σε πρὸς ἀλόχου, ἱκετεύω πρὸς τῶν θεῶν. II. z dat. 1. o prostoru: pri, pred, ob, na, blizu, βάλλω ποτὶ γαίῃ, ποτὶ πέτρῃ vržem na zemljo, ob skalo, πρὸς πέδῳ κεῖμαι na zemlji, πρὸς τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς, τὰ πρὸς ποσί kar je pred nogami, najbližje; γίγνομαι, εἰμὶ πρός τινι ukvarjam se, bavim se (marljivo) s čim. 2. razen, poleg tega: ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ πρὸς τοῖσί τε ὕπνος in razen njih še spanje, πρὸς τῷ ἀθάνατος εἶναι ne glede na to, da je nesmrten, πρὸς τοῖς ἄλλοις poleg tega še, še razen tega, πρὸς τούτοις vrhu tega, mimo tega. III. z accus. 1. o prostoru: k, v, proti, na πρὸς ξόφον, πρὸς Ἠῶ, πρὸς ἑσπέραν, πλέω πρὸς οἶκον domov, διασωθῆναι πρὸς τὴν Ἑλλάδα v Grecijo, κακὰ πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα, εἶμι πρὸς τοὺς πολεμίους, λέγω πρός τινα, ὄμνυμι πρός τινα prisegam pri kom, μαρτυρέω πρὸς τοὺς δικαστάς pred sodniki, πρός τινά εἰμι bivam, mudim se pri kom NT. 2. o času: proti: πρὸς ἡμέραν proti jutru, ποτὶ ἕσπερα, πρὸς ὀλίγου za malo časa. 3. pren. a) o prijaznem ali sovražnem razmerju: nasproti, proti, v, na σπονδὰς ποιοῦμαι πρὸς βασιλέα, πολεμέω, μάχομαι πρός τινα, πρός δαίμονα proti volji boga, εὔνοια (φιλία, ἔχθρα) πρός τινα, εὐσεβὴς πρὸς τοὺς θεούς; b) proti, v primeri z πρὸς τὸ μέγεθος τῆς πόλεως, οὐδὲν τὰ χρήματα πρὸς ἀρετήν, ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστι πρὸς τὴν ἀλήθειαν, κοῖός τις ἀνὴρ δοκέοι εἶναι πρὸς τὸν πατέρα; c) po, v zmislu, zavoljo, zastran, glede na, kar se tiče, z ozirom na: βουλεύομαι πρὸς τοὺς καιρούς sklepam po razmerah, z ozirom na razmere, τὰ πρὸς τὸν πόλεμον kar se tiče vojske, vojne zadeve, τὰ Κύρου πρὸς ὑμᾶς Kirovo razmerje do vas, τὰ πρὸς θεούς kar se tiče bogov, razmerje do bogov, verske razmere, πρὸς τὰ πυνθάνομαι z ozirom na to, kar slišim, πρὸς ἐμαυτόν v sebi, θαυμάζω πρός τι čudim se čemu, κακὸς πρὸς αἰχμήν bojazljiv v boju, ἕτοιμος, χρήσιμος πρός τι; πρὸς τί čemu? zakaj? πρὸς τοῦτο, πρὸς ταῦτα zato; d) finalno: za, zaradi, k, v namen: λέγω πρὸς χάριν govorim komu na ljubo (po volji), πίνω πρὸς ἡδονήν zaradi slasti, po volji, καταλύω πρὸς τὸ δόρπον, παιδεύω πρὸς ἀρετήν, ἅπαντα πρὸς ἡδονὴν ζητέω; e) adverb. πρὸς ἡδονήν rad, πρὸς ὀργήν v jezi, πρὸς καιρόν o pravem času, πρὸς πάντα vobče, sploh, πρὸς βίαν siloma, prisiljen, πρὸς φιλίαν prijateljsko.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek