Σάρδεις, εων, αἱ [ion. Σάρδιες, ίων, ισι, ῑς]glavno mesto Lidije; adi. Σαρδιανός 3; preb. Σαρδιανοί in Σαρδιηνοί, οἱ.



Vir: Grško-slovenski slovar - Anton Dokler

Komentiraj slovarski sestavek