σείω [Et. iz tweis-ō, stresti. – Obl. fut. σείσω, aor. ἔσεισα, pf. σέσεικα, pass. pf. σέσεισμαι, aor. ἐσείσθην, adi. verb. σειστός; ep. impf. σεῖον, med. σειόμην, ἐσσείοντο, aor. σεῖσα, med. σεισάμην]. 1. act. a) trans. tresem, stresam, po-, pretresem, maham, vihtim σανίδας, ζυγόν, ἡνίας, κάρα majem z glavo, ὁ θεὸς σείει(sc. τὴν γῆν) bog je poslal potres; b) intr. σείει potres je. 2. med. in pass. tresem se, trepetam, drhtim, premikam se semtertja εἰνὶ θρόνῳ, bojim se, majem se ὀδόντες.