σύν-οιδα def. pf. s prez. pom. [gl. οἶδα; 2 sg. σύνοισθα, 1 pl. σύνισμεν, fut. συνείσομαι in συνειδήσω, ion. pf. 1 pl. συνοίδαμεν, plpf. 3 sg. συνῄδεε, 2 pl. συνῃδέατε] 1. vem kaj s kom vred, vem isto (kar ve kdo drugi), τινί τι vem kaj o kom, ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν da izvemo, kaj misli storiti; σύνοιδα νόσον poznam bolezen; ἐμοῦ συνειδότος z mojo vednostjo. 2. σύνοιδα ἐμαυτῷ v svesti sem si, zavedam se, dobro vem, ἀμαθίαν poznam svojo nevednost; veže se: a) navadno s pt. α.) v nom. σύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν da sem moder, πάντα ἐψευσμένος αὐτόν da sem ga popolnoma prevaral; β.) v dat. συνοίδαμεν ὑμῖν ἐοῦσι προθυμοτάτοισι da ste, μοὶ θνῄσκοντι συνείσῃ boš priča moje smrti, συνῄδη ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ dobro sem vedel, da nič ne razumem, τοῖς λόγοις ξύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν vem, da so besede bahave; γ.) v acc. χθόνιον ὄντα, ἄχη πίτνοντα; εἰ τέοισί τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον ako je vedel, da je kdo izvršil kak nenavaden čin; b) s ὅτι, ὡς ali indir. vpraš. ξυνίσασ' εὐναί, ὅσα θρηνῶ, εἰ ἐπιορκῶ, ξύνοιδα ἐμαυτῷ, ὅτι οὐκ ἂν καρτερήσαιμι. 3. subst. a) συνειδώς sovedec, sozarotnik οἱ συνειδότες τὴν πρᾶξιν; b) τὸ συνειδός znanje, vednost stvari.