σύν-τομος 2 (συν-τέμνω) zrezan, obrezan; skrajšan, kratek, ἡ σύντομος(sc. ὁδός) krajša pot, bližnjica, τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ bližnjice, τὸ συντομώτατον, ἡ συντομωτάτη najkrajša pot. – adv. συντόμως, comp. συντομώτερον, sup. συντομωτάτως a) (na) kratko, v kratkem (času) NT; b) takoj, brez ovinkov, kratko in malo.