συ-ρρήγνῡμι [pass. fut. συρραγήσομαι, aor. συνερράγην, pf. συνέρρωγα] 1. trans. zlomim, polomim, starem, poderem, κακοῖς συνέρρηκται je potrt (strt) od zla. 2. intr. a) ποταμοὶ συρρηγνῦσι ἔς τι se stekajo (družijo) s šumom; b) udarim se, spoprimem se τινί; c) πόλεμος se vname, se začne, nastane.