τελευτή, ἡ (τελέω) 1. končanje, konec (življenja), smrt βίου, βιότοιο; τελευτῆς τυγχάνω najdem smrt, umrjem. 2. cilj, namen, uspeh, posledica, τελευτὴν ποιέω dosežem namen, μύθοιο τελευτή namen pogovora; ἐς τελευτήν, ἐπὶ τελευτῆς proti koncu, naposled, končno. 3. izvršitev, θανάτοιο τελευτή = θάνατος, κακοῦ θυμοῦ τελευτή posledica.