χάζομαι [fut. χάσομαι, aor. ἐχασάμην; ep. impf. χαζόμην, fut. χάσσομαι, aor. χασσάμην in κεκαδόμην (pt. κεκαδών gl. κήδω)] 1. umikam se, ogibljem se, bežim τινός, ἐκ, ὑπό τινος. 2. odstopam, odneham, sem daleč od koga φωτός, pustim, da počiva δουρός.